- Ιβηρική χερσόνησος
- η Пиренейский полуостров;тж. Πυρηναϊκή χερσόνησος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ιβηρική χερσόνησος — Η πιο εκτεταμένη (582.860 τ. χλμ.) και η δυτικότερη από τις χερσονήσους της νότιας Ευρώπης, στο νοτιοδυτικό άκρο της ηπείρου. Διαιρείται πολιτικά στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Δημοκρατία της Ανδόρας και στο Γιβραλτάρ. Αποτελείται από ένα… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ιβηρικός — ή, ό (ΑΜ ἰβηρικός, ή, όν) [Ἴβηρ Ίβηρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ίβηρες ή στην Ιβηρία (α. «Ιβηρική Χερσόνησος» β. «Ιβηρική Εκκλησία») … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
ιβηρικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την Ιβηρία: Η Ιβηρική χερσόνησος. – Ιβηρική τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερημοποίηση — Διεργασία που έχει άμεση σχέση με την υποβάθμιση των εδαφών λόγω της διάβρωσης. Το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (UNEP) ορίζει ως ε. «την υποβάθμιση της γης σε άνυδρες, ημιάνυδρες και ξηρές με χαμηλή υγρασία περιοχές λόγω… … Dictionary of Greek
Λουσιτανία — (Lusitania). Ονομασία μίας από τις τρεις επαρχίες στις οποίες διαιρέθηκε η Ιβηρική χερσόνησος την εποχή του Αυγούστου (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.). Περιλάμβανε το νοτιοδυτικό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου, δηλαδή το μεγαλύτερο τμήμα της… … Dictionary of Greek
στέπα — Παλιά γραφή της λέξης στέππα. Κοινωνία ποωδών φυτών, διαδομένη στις θερμές (ειδικά υποτροπικές) εύκρατες και ψυχρές περιοχές, που έχουν λίγες βροχές. Ο όρος προέρχεται από το ρωσικό stepii, που σημαίνει έρημος, με την έννοια του εδάφους που δεν… … Dictionary of Greek
Ιβηρία — η 1. η ιβηρική χερσόνησος (Ισπανία, Πορτογαλία). 2. παλιότερη ονομασία της Γεωργίας: Η μονή των Ιβήρων στο Άγιο Όρος ανήκει στην Ιβηρία (Γεωργία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek